- δασύτριχος
- -η, -ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, -ον)όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασύτριχος — η, ο ο μαλλιαρός, ο δασύμαλλος: Συνήθως οι άνδρες στις νότιες χώρες είναι περισσότερο δασύτριχοι από τους βόρειους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασύτριχος — δάσυθριξ hairy masc gen sg δασύθριξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… … Dictionary of Greek
έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη … Dictionary of Greek
αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] … Dictionary of Greek
αδρότριχος — η, ο δασύτριχος, μαλλιαρός … Dictionary of Greek
αμφίδασυς — ἀμφίδασυς, εια, υ (Α) αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δασύς] … Dictionary of Greek
αρκουδάνθρωπος — ο (άνθρωπος) 1. δασύτριχος 2. σωματώδης 3. άξεστος, αγροίκος … Dictionary of Greek
δασερός — ή, ό [δάσος] 1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση 2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση 3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος 4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος … Dictionary of Greek